λάμπασμα

λάμπασμα
το [λαμπάζω]
1. προσβολή από στοιχειά, καθώς και η θόλωση τού νου που προέρχεται από αυτήν
2. στον πληθ. τα λαμπάσματα
φαντάσματα, βρικόλακες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”